βαρδασιά

βαρδασιά
και βαρδανιά, η [βαρδάσα]
ποικιλία του δέντρου του γένους Προύνος, Prunus domestica, δαμασκηνιά με καρπούς μακρουλούς, πρασινωπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρδάσα — και βαρδάτσα, η και βαρδάσι, το 1. ο καρπός της βαρδασιάς 2. η βαρδασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) verdazzo] …   Dictionary of Greek

  • βαρδανιά — η βλ. βαρδασιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”