Dictionary of Greek. 2013.
βαρδάσα — και βαρδάτσα, η και βαρδάσι, το 1. ο καρπός της βαρδασιάς 2. η βαρδασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) verdazzo] … Dictionary of Greek
βαρδανιά — η βλ. βαρδασιά … Dictionary of Greek